- σπάδονα
- σπάδωνeunuchmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπαδών — όνος, ἡ, Α 1. σύσπαση, σπασμός 2. (γενικά) απόσπασμα, τεμάχιο 3. (κατά τον Ησύχ.) «σπαδόνα τὸ σπάσμα». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπα τού σπάω / σπῶ, με οδοντική παρέκταση δ (πρβλ. σπάδιξ) και επίθημα ών (πρβλ. ροδών) βλ. και λ. σπάω] … Dictionary of Greek